Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δραματουργός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δραματουργός ο [δramaturγós] Ο17 θηλ. δραματουργός [δramaturγós] Ο34 : συγγραφέας θεατρικών έργων· δραματικός συγγραφέας.

[λόγ. δραματουργ(ία) -ός (αναδρ. σχημ.) (διαφ. το ελνστ. δραματουργός `δολοπλόκος΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go