Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δραγόνος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δραγόνος ο [δraγónos] Ο18 : (ιστ.) σε ευρωπαϊκές χώρες, στρατιώτης του ιππικού που πολεμούσε ως πεζός ή ως ιππέας.

[λόγ. αντδ. < γαλλ. dragon (ορθογρ. δαν., στη νέα σημ.) -ος < λατ. draconem (αιτ. του draco) `μυθικό τέρας΄, υστλατ. σημ.: `σημαία στρατιωτικού σώματος΄ < αρχ. δράκων `φίδι΄ (δες στο δράκος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες