Παράλληλη αναζήτηση
| 7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δρέπανο το [δrépano] Ο40 : 1. (λόγ.) δρεπάνι. 2. (ανατ.) ονομασία μεμβρανώδους πτυχής που έχει σχήμα δρεπάνου.
[λόγ.: 1: αρχ. δρέπανον· 2: σημδ. γαλλ. falciforme]
[Λεξικό Κριαρά]
- δρεπανοάμαξο το· δραπανοάμαξο.
-
- Άρμα εξοπλισμένο με δρεπάνια:
- εσκοτώναν με το δραπανοάμαξο (Αλεξ. 1222).
[<ουσ. δρεπάνι + αμάξι]
- Άρμα εξοπλισμένο με δρεπάνια:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δρεπανοειδής -ής -ές [δrepanoiδís] Ε10 : που μοιάζει στο σχήμα με δρεπάνι: ~ σελήνη.
[λόγ. < αρχ. δρεπανοειδής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δρεπανοκυτταρικός -ή -ό [δrepanokitarikós] Ε1 : (ιατρ.) δρεπανοκυτταρική αναιμία, κατά την οποία τα αιμοσφαίρια παίρνουν δρεπανοειδές σχήμα.
[λόγ. δρέπαν(ον) -ο- + κυτταρικός μτφρδ. νλατ. drepanocytosis < αρχ. δρέπανο(ν) + αρχ. κύτ(ος) `κύτταρο΄ -osis = -ωσις > -ωση]
[Λεξικό Κριαρά]
- δρεπανομύτης ο· δελπανομύτης· δερπανομύτης.
-
- Που έχει μύτη σαν δρεπάνι:
- (Πουλολ. 24), (Σπανός A 166).
[<ουσ. δρεπάνι + μύτη]
- Που έχει μύτη σαν δρεπάνι:
[Λεξικό Κριαρά]
- δρεπανόραχος, επίθ.
-
- Που έχει ράχη σαν δρεπάνι, κυρτή:
- (Σπανός D 112).
[<ουσ. δρεπάνι + ράχη. Τ. δρα‑ σήμ. κρητ. (Πιτυκ.)]
- Που έχει ράχη σαν δρεπάνι, κυρτή:
[Λεξικό Κριαρά]
- δρέπανος ο.
-
- Μεγάλο δρεπάνι (εδώ του θανάτου):
- (Διήγ. Αλ. V 85).
[<ουσ. δρεπάνι + κατάλ. ‑ος. Η λ. και τ. δρά‑ σήμ. ιδιωμ. (Μηνάς 1978: 53-4)]
- Μεγάλο δρεπάνι (εδώ του θανάτου):



