Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δούλεψη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δούλεψη η [δúlepsi] Ο32α : (λαϊκότρ.) κυρίως στην εκφορά στη ~ κάποιου, στην υπηρεσία κάποιου: Έχει στη δούλεψή του τριάντα νοματαίους. Mπήκε στη δούλεψή του, άρχισε να δουλεύει γι΄ αυτόν.

[μσν. δούλεψη < δουλευ- (δουλεύω) -ση με ανομ. τρόπου άρθρ. [fs > ps] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go