Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δούκισσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δούκισσα η.
  • Δούκισσα:
    • (Χρον. Μορ. H 8041).

[<ουσ. δούκας + κατάλ. ισσα. Πβ. μεσν. λατ. ducissa (Du Cange, Lat.). Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες