Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δουλόφρων -ων -ον
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δουλόφρων -ων -ον [δulófron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) που σκέπτεται και ενεργεί ως άνθρωπος απόλυτα εξαρτημένος από κάποια αρχή ή εξουσία || (ως ουσ.).

[λόγ. < μσν. δουλόφρων < δούλο(ς) + -φρων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες