Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δουλοσύνη
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δουλοσύνη η.
  • 1) Υποδούλωση:
    • νίκας εποίησα πολλάς, μεγάλας δουλοσύνας (Ριμ. Βελ. ρ 645
    • (μεταφ.):
      • συνεδουλογράφησεν καμέ μετά των άλλων εις δουλοσύνην φοβεράν όλην μου την καρδίαν (Καλλίμ. 741).
  • 2) Υποταγή· υπακοή:
    • να δείξομεν σ’ αυτούς τιμήν και δουλοσύνην (Πένθ. θαν. 118).
  • 3) Ταπεινότητα, ταπεινοφροσύνη:
    • μετά φόβου και στοργής και μετά δουλοσύνης (Πουλολ. 575).
  • 4) Υπηρεσία:
    • εις την δουλοσύνην αυτού προσεδέξατό με (Ψευδο-Σφρ. 52224).

[αρχ. ουσ. δουλοσύνη. Η λ. και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες