Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δουλοπρέπεια
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δουλοπρέπεια η [δuloprépia] Ο27 : συμπεριφορά που χαρακτηρίζει το δουλοπρεπή.

[λόγ. < αρχ. δουλοπρέπεια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go