Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δουλεμπόριο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δουλεμπόριο το [δulembório] Ο40 : εμπόριο δούλων. || (επέκτ.) η εκμετάλλευση, από οργανωμένα κυκλώματα, εργατικού δυναμικού, που προέρχεται από υπανάπτυκτες ή από εμπόλεμες χώρες.

[λόγ. δουλέμπορ(ος) -ιον μτφρδ. γαλλ. trafic des esclaves ή αγγλ. slave trade]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες