Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δουλέμπορος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δουλέμπορος ο [δulémboros] Ο19 : έμπορος δούλων: Tους αιχμαλώτους τούς πουλούσαν οι δουλέμποροι στις αγορές / στα παζάρια της Aνατολής.

[λόγ. δούλ(ος) + έμπορος μτφρδ. γαλλ. marchand d΄esclaves]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go