Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δουκέσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δουκέσα η [δukésa] Ο25 : ποικιλία αχλαδιού.

[λόγ. με βάση το δουκέσα (δες στο δούκας) σημδ. γαλλ. duchesse]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες