Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δοσιμετρία η [δosimetría] Ο25 : η μέτρηση της ακτινοβολίας σε πυρηνικούς αντιδραστήρες, ακτινοθεραπευτικές διατάξεις κτλ.
[λόγ. < γαλλ. dosimétrie < αρχ. δόσι(ς) + -métrie = -μετρία]



