Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δοξαστάριον το· δοξαστάρι.
-
- (Εκκλ.) είδος τροπαρίου, δοξαστικόν:
- (Ιστ. Βλαχ. 2855).
[<ουσ. δοξαστικόν αναλογ. με τα ουσ. εξαποστειλάριον, τροπάριον, κ.τ.ό. Η λ. με διαφορ. σημασ. («εκκλησιαστικό μουσικό βιβλίο») από τα τέλη του 17. αι. έως και σήμ. (Βεργωτής)]
- (Εκκλ.) είδος τροπαρίου, δοξαστικόν:



