Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δοξαράτος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
δοξαράτος ο.
  • Στρατιώτης οπλισμένος με τόξο, τοξότης:
    • (Χρον. Μορ. P 6716).

[<ουσ. δοξάρι + κατάλ. άτος. Η λ. στο Du Cange (λ. δοξάρι)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go