Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δοξαράτορας ο.
-
– Πβ. και τοξάτορας.
- Τοξότης:
- (Ερωτόκρ. Β´ 646).
[<ουσ. δοξάρι + κατάλ. ‑άτορας. Η λ. στο Du Cange (λ. δοξάρι)]
- Τοξότης:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. δοξάρι + κατάλ. ‑άτορας. Η λ. στο Du Cange (λ. δοξάρι)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |