Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δοξαράς
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δοξαράς ο.
  • Κατασκευαστής τόξων:
    • μαΐστορες … δοξαράδες (Διήγ. παιδ. 623).

[<ουσ. δοξάρι + κατάλ. άς. Η λ. στο Βλάχ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες