Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δοξαράς ο.
-
- Κατασκευαστής τόξων:
- μαΐστορες … δοξαράδες (Διήγ. παιδ. 623).
[<ουσ. δοξάρι + κατάλ. ‑άς. Η λ. στο Βλάχ.]
- Κατασκευαστής τόξων:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. δοξάρι + κατάλ. ‑άς. Η λ. στο Βλάχ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |