Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δοντιά
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δοντιά η [δondjá] Ο24 : (οικ.) σημάδι που μένει από δάγκωμα· δαγκωματιά.

[δόντ(ι) -ιά]

[Λεξικό Κριαρά]
δοντιά η· αδοντιά.
  • Φρ. κάνω αδοντιά = (προκ. για σπαθί) αποκτώ οδοντωτή (ανώμαλη) κόψη από τα χτυπήματα:
    • (Ερωτόκρ. Β´ 1076).

[<ουσ. δόντι + κατάλ. ιά. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
δοντιάζω.
  • Αποκτώ δόντια:
    • Τα παιδία όνταν δοντιάζουν και κλαίουν (Ιατροσ. κώδ. υοζ´).

[<μτγν. οδοντιάω (L‑S). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go