Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δοντάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δοντάς ο [δondás] Ο1 θηλ. δοντού [δondú] Ο37 : (μειωτ.) αυτός που έχει μεγάλα δόντια που συνήθ. προεξέχουν.

[δόντ(ι) -άς ή σπάν. ελνστ. ὀδοντᾶς με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· δοντ(άς) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες