Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δον
21 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δον ο [δón] & ντον ο [dón] Ο (άκλ.) θηλ. δόνα [δóna] & ντόνα [dóna] Ο25α στη σημ. β : α. τιμητικός τίτλος καθολικών ιερωμένων. β. παλαιός τίτλος ευγενείας στην Iσπανία και στην Iταλία: Ο ~ Kιχότης. H δόνα Ροζίτα.

[ντον: ιταλ. & ισπαν. don· δον: λόγ. < ισπαν. don (ορθογρ. δαν.)· ντόνα: ιταλ. donna < ισπαν. doὑa· δόνα: λόγ. ορθογρ. δαν.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δον Zουάν ο [δón zuán] Ο (άκλ.) : σε μετωνυμία, πειραχτικά, για άντρα που επιδιώκει ερωτικές περιπέτειες και που ασκεί μεγάλη γοητεία στις γυναίκες (όπως ο ήρωας της κωμωδίας του Mολιέρου)· γυναικοκατακτητής: Παριστάνει το ~. Aυτός ο νέος είναι γνωστός ~ των κοσμικών σαλονιών.

[λόγ. < γαλλ. Don Juan (τίτλος έργου του Μολιέρου) (ορθογρ. δαν.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δον Kιχότης ο [δon kixótis] Ο10 : σε μετωνυμία, για κπ. που έχει τάξει ως σκοπό της ζωής του την επίτευξη ενός αντικειμενικά ακατόρθωτου στόχου: Είναι ένας ~ που κυνηγάει ανεμόμυλους, ανύπαρκτους εχθρούς.

[λόγ. < ισπαν. Don Quijot(e) -ης (ήρωας μυθιστορήματος του Θερβάντες) (ορθογρ. δαν.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δονάκιο το [δonákio] Ο40 : (ιατρ.) είδος βακτηριδίου.

[λόγ. αντδ. < νλατ. donacia θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. < αρχ. δονακ- (δόναξ) `καλάμι΄]

[Λεξικό Κριαρά]
δονδούρα η.
  • Έγχορδο μουσικό όργανο:
    • (Εβρ. ελεγ. 170).

[<παλαιότ. ιταλ. dondora (DEI)· πβ. παλαιότ. ιταλ. mandora και pandora (DEI), καθώς και ά. πανδούρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δονζουανισμός ο [δonzuanizmós] Ο17 : συμπεριφορά που χαρακτηρίζει έναν άντρα του τύπου του δον Zουάν.

[λόγ. < γαλλ. donjuanisme < Don Juan = δον ?ουάν -isme = -ισμός (ορθογρ. δαν.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δόνηση η [δónisi] Ο33 : 1. (φυσ.) ταλάντωση με μικρό πλάτος και με μεγάλη συχνότητα: Σεισμική ~. Οι δονήσεις των φωνητικών χορδών. Aπό την κίνηση των αυτοκινήτων προκαλούνται δονήσεις στα κτίρια. 2. (μτφ.) πολύ έντονη ταραχή ή αναστάτωση: Ψυχική ~. H κυβέρνηση κλονίζεται από τις δονήσεις που προκάλεσε το πολιτικό σκάνδαλο.

[λόγ. δονη- (δονώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. vibration]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δονητής ο [δonitís] Ο7 : 1. (μηχανολ.) συσκευή που προκαλεί μηχανικές ταλαντώσεις και που χρησιμοποιείται για συμπύκνωση. 2. (ηλεκτρολ.) συσκευή που μετατρέπει το συνεχές ρεύμα σε εναλλασσόμενο ή σε εναλλασσόμενους παλμούς.

[λόγ. δονη- (δονώ) -τής μτφρδ. γαλλ. vibrateur]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δονητικός -ή -ό [δonitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη δόνηση: Δονητικές κινήσεις. 1. για μηχάνημα ή συσκευή που μεταδίδει δονήσεις: ~ οδοστρωτήρας. 2. που γίνεται με δονητή: Δονητική γεώτρηση / κατεργασία. δονητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. δονητ(ής) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δονκιχοτικός -ή -ό [δonkixotikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από έναν ιδεαλισμό που δεν έχει όμως καμιά σχέση με την πραγματικότητα. || (επέκτ., μειωτ.) που χαρακτηρίζεται από μια θεατρινίστικη επιδειξιομανία φανταστικών ικανοτήτων. δονκιχοτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. δον Κιχότ(ης) -ικός]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες