Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δολομίτης ο [δolomítis] Ο10 : (ορυκτ.) ανθρακικό ορυκτό που μοιάζει με μάρμαρο και που έχει χρώμα γκριζωπό.
[λόγ. < γαλλ. dolomite (ορθογρ. δαν.) < ανθρωπων. Dolom(ieu) (Γάλλος γεωλόγος) -ite = -ίτης]



