Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δολιχοκεφαλία η [δolixokefalía] Ο25 : (ανθρωπολ.) τύπος σχηματισμού του κρανίου κατά τον οποίο η επιμήκης διάμετρος είναι πολύ μεγαλύτερη από την εγκάρσια. ANT βραχυκεφαλία.
[λόγ. < γαλλ. dolicho céphalie < dolichocéphal(e) = δολιχοκέφαλ(ος) -ie = -ία]



