Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δολιχοδρομία η [δolixoδromía] Ο25 : 1. (αθλ.) στην αρχαιότητα, αγώνισμα στο δρόμο αντοχής. 2. (μτφ., σπάν., συνήθ. πληθ.) ενέργειες που προκαλούν μια άσκοπη επιμήκυνση του χρόνου μιας διαδικασίας.
[λόγ. < αρχ. δολιχοδρόμ(ος) `δρομέας δολίχου΄ -ία]



