Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δολερός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
δολερός, επίθ.· δολιερός.
  • 1) Δόλιος, πανούργος:
    • δολερήν συκοφαντίαν (Φλώρ. 559· Ντελλαπ., Ερωτήμ. 818).
  • 2) Ταλαίπωρος, δύστυχος· θλιβερός:
    • (Φορτουν. Ε´ 232
    • το δολερόν μαντάτον (Απόκοπ. 404).

[αρχ. επίθ. δολερός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δολερός -ή -ό [δolerós] Ε1 : (λαϊκότρ., λογοτ.) δόλιος, απατηλός. δολερά ΕΠIΡΡ.

[αρχ. δολερός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go