Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δολάριο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δολάριο το [δolário] Ο40 : ονομασία της νομισματικής μονάδας των HΠA, του Kαναδά και μερικών άλλων χωρών: Άνοδος / πτώση (της τιμής) του δολαρίου. Ρήτρα δολαρίου. || η οικονομία των HΠA και μειωτικά, η οικονομική ισχύς των HΠA στην οποία στηρίζουν την εξωτερική πολιτική τους, ώστε να ασκούν έλεγχο, κυρίως στις οικονομικά αδύνατες χώρες.

[λόγ. < αγγλ. dollar -ιον (ορθογρ. δαν.) (< γερμ. daler, taler δες στο τάλιρο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go