Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δοκώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δοκώ.
  • I. (Ενεργ.) νομίζω:
    • (Διγ. Esc. 1219).
  • II. (Μέσ.) αντιλαμβάνομαι:
    • (Διήγ. Αλ. V 25).

[αρχ. δοκέω. Η λ. και τ. και σήμ. ιδιωμ. (Τζαμάλη, ΛΔ 21, 1998, 195-228)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες