Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δοκιμαστής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δοκιμαστής ο [δokimastís] Ο7 θηλ. δοκιμάστρια [δokimástria] Ο27 : αυτός που δοκιμάζει και αξιολογεί την ποιότητα γεωργικών, βιομηχανικών κτλ. προϊόντων: ~ αντοχής αυτοκινήτων. ~ κρασιών.

[λόγ. < αρχ. δοκιμαστής `εξεταστής΄· λόγ. δοκιμασ(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go