Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διόρυξη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διόρυξη η [δióriksi] Ο33 : (λόγ.) εκσκαφή του εδάφους για να κατασκευαστεί τάφρος.

[λόγ. < αρχ. διόρυξις (-σις > -ση)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go