Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διόρθωσις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
διόρθωσις ‑ση η.
  • 1)
    • α) Επαναφορά στο σωστό, αποκατάσταση:
      • πράγματα πολλά, ά γίνονται, ω πάτερ, και ποίησε διόρθωσιν (Προδρ. ΙV 493
    • β) (προκ. για άνθρωπο) υπόδειξη:
      • ορθές νουθεσίες και διόρθωσες (Χριστ. διδασκ. 306).
  • 2) Σκευή αλόγου:
    • φαρίν τον δίδει και άρματα με την διόρθωσίν του (Φλώρ. 525 κριτ. υπ).

[αρχ. ουσ. διόρθωσις. Η λ. (ση) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες