Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διωστήρας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διωστήρας ο [δiostíras] Ο2 : (τεχν., λόγ.) εξάρτημα εμβολοφόρου μηχανής, που μετατρέπει την ευθύγραμμη παλινδρομική κίνηση σε περιστροφική και αντίστροφα· μπιέλα.

[λόγ. < ελνστ. διωστήρ, αιτ. -ῆρα `πάσσαλος για μεταφορά κρίκων΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες