Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διωστήρας ο [δiostíras] Ο2 : (τεχν., λόγ.) εξάρτημα εμβολοφόρου μηχανής, που μετατρέπει την ευθύγραμμη παλινδρομική κίνηση σε περιστροφική και αντίστροφα· μπιέλα.
[λόγ. < ελνστ. διωστήρ, αιτ. -ῆρα `πάσσαλος για μεταφορά κρίκων΄]



