Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διωματάρης
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
διωματάρης ο.
  • Αυτός που έχει καλό παράστημα, κομψός, χαριτωμένος:
    • νέος … διωματάρης (Βοσκοπ. 386).

[<ουσ. διώμα + κατάλ. άρης. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go