Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διωκτικός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
διωκτικός, επίθ.· διωχτικός.
  • Που απομακρύνει, που αποβάλλει κ.:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 41r).

[μτγν. επίθ. διωκτικός (DGE). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διωκτικός -ή -ό [δioktikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη δίωξη: Διωκτικές αρχές, αστυνομία, λιμενοφυλακή κτλ.

[λόγ. < ελνστ. διωκτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go