Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διψώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διψώ [δipsó] & -άω Ρ10.4α μππ. διψασμένος : 1α. αισθάνομαι την ανάγκη να πιω νερό ή κάποιο άλλο αναψυκτικό. || (προφ.) θέλω να πιω κάποιο οινοπνευματώδες ποτό. || (προφ.) για κτ. αλμυρό που φέρνει δίψα: Mε δίψασε το παστό ψάρι. β. για ανεπαρκή υδροδότηση σε περίοδο λειψυδρίας: Φέτος το καλοκαίρι θα διψάσουμε / θα διψάσει η πόλη. γ. για να δηλώσουμε την ανάγκη για νερό που έχει το στεγνό από την ξηρασία έδαφος: H διψασμένη γη ρουφάει το νερό της βροχής. 2. (μτφ.) κατέχομαι από ασυγκράτητη επιθυμία, από ακατανίκητο πόθο να πετύχω, να απολαύσω κτ.: Διψούσε για λίγη αγάπη. Παιδιά διψασμένα για μόρφωση. Ορδές βαρβάρων που διψούσαν για αίμα. ΠAΡ Όταν διψάει η αυλή σου (έξω νερό μη χύνεις), ενώ αδιαφορούμε για τις δικές μας ελλείψεις, προσπαθούμε να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες άλλων.

[αρχ. διψῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
διψώ· εδιψώ.
  • α) (Αμτβ.) διψώ:
    • (Συναξ. γυν. 294
  • β) (μτβ. και αμτβ., μεταφ.) επιθυμώ πολύ, ποθώ:
    • (Ιστ. Βλαχ. 2618
  • γ) προκαλώ δίψα:
    • πολλά διψά το κάμα (Ημερολ. 117).

[αρχ. διψάω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες