Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διχόνοια
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διχόνοια η [δixónia] Ο27 : η εχθρότητα που δημιουργείται ανάμεσα σε άτομα ή σε ομάδες, ως αποτέλεσμα διαφορετικών απόψεων ή σύγκρουσης συμφερόντων. ANT ομόνοια: Στη διάρκεια του αγώνα του ΄21 δεν έλειψαν οι διχόνοιες. ΠAΡ H ομόνοια* χτίζει σπίτια κι η ~ τα γκρεμίζει.

[λόγ. < αρχ. διχόνοια]

[Λεξικό Κριαρά]
διχόνοια η.
  • Διαφωνία, διχόνοια:
    • (Έκθ. χρον. 7016).

[αρχ. ουσ. διχόνοια. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go