Παράλληλη αναζήτηση
| 18 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διχο- [δixo] & διχό- [δixó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό με λόγια προέλευση συνήθ. σε λόγιες ή επιστημονικές λέξεις, με την έννοια της διαίρεσης σε δύο ίσα μέρη, στη μέση: ~τόμος· ~γνωμία, ~τόμηση· διχόγνωμος· ~γνωμώ, ~τομώ.
[λόγ. < αρχ. διχ- θ. του επιρρ. δίχα `στα δύο΄ -ο- ως α' συνθ.: αρχ. διχό-νοια, ελνστ. διχο-τόμος]
[Λεξικό Κριαρά]
- διχογνωμ(ον)ώ.
-
- Αμφιβάλλω, αμφιταλαντεύομαι για κ.:
- τό ορεχτεί, πληρώνει το, ου διχογνωμ(ον)εί το (Λίβ. P 674).
[αρχ. διχογνωμονέω]
- Αμφιβάλλω, αμφιταλαντεύομαι για κ.:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διχογνωμία η [δixoγnomía] Ο25 : διαφωνία, ύπαρξη δύο διαφορετικών απόψεων, η οποία μπορεί να διαταράξει τις σχέσεις των ανθρώπων: Οι διχογνωμίες ανάμεσα στο ζευγάρι οδήγησαν στο διαζύγιο. H επιτροπή δεν κατέληξε σε απόφαση, γιατί υπήρξε νομική ~.
[λόγ. διχογνωμ(ώ) -ία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διχογνωμώ [δixoγnomó] Ρ10.9α : έχω και υποστηρίζω μια αντίθετη γνώ μη, διαφωνώ με κτ.
[λόγ. < ελνστ. διχογνωμῶ (αρχ. διχογνωμονῶ)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διχόνοια η [δixónia] Ο27 : η εχθρότητα που δημιουργείται ανάμεσα σε άτομα ή σε ομάδες, ως αποτέλεσμα διαφορετικών απόψεων ή σύγκρουσης συμφερόντων. ANT ομόνοια: Στη διάρκεια του αγώνα του ΄21 δεν έλειψαν οι διχόνοιες. ΠAΡ H ομόνοια* χτίζει σπίτια κι η ~ τα γκρεμίζει.
[λόγ. < αρχ. διχόνοια]
[Λεξικό Κριαρά]
- διχόνοια η.
-
- Διαφωνία, διχόνοια:
- (Έκθ. χρον. 7016).
[αρχ. ουσ. διχόνοια. Η λ. και σήμ.]
- Διαφωνία, διχόνοια:
[Λεξικό Κριαρά]
- διχονοώ.
-
- Βρίσκομαι σε αμφιβολία, δισταγμό:
- γυνή διχονοούσα εν μέσῳ των δύο τούτων προστάξεων (Δούκ. 32518).
[μτγν. διχονοέω]
- Βρίσκομαι σε αμφιβολία, δισταγμό:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίχορδος -η -ο [δíxorδos] Ε5 : για μουσικό όργανο που έχει δύο χορδές.
[λόγ. < ελνστ. δίχορδος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διχοστασία η [δixostasía] Ο25 : (λόγ.) 1. διχογνωμία. 2. αμφιβολία που δημιουργεί δίλημμα.
[λόγ. < αρχ. διχοστασία]
[Λεξικό Κριαρά]
- διχοτόμημα το.
-
- Αυτό που χωρίζει κ. στα δύο:
- (Λίβ. N 1779).
[μτγν. ουσ. διχοτόμημα]
- Αυτό που χωρίζει κ. στα δύο:



