Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διχαλό
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
διχαλό το.
  • Σημείο όπου διχάζεται ο δρόμος:
    • ως το διχαλό και πέρα ως το σύνορον των χωραφίων (Βαρούχ. 1676).

[ουδ. του επιθ. διχαλός ως ουσ. Τ. δίχαλον σε Γλωσσάρ. (LBG, λ. δίχαλος)]

[Λεξικό Κριαρά]
διχαλοδικράνιν το.
  • Τσουγκράνα με διχαλωτή άκρη:
    • (Σπανός D 652).

[<επίθ. δίχαλος + ουσ. δικράνιν]

[Λεξικό Κριαρά]
δίχαλος (I), επίθ.· διχαλός· δίχηλος.
  • Που χωρίζεται σε δυο σκέλη, διχαλωτός:
    • διχαλήν ουρίτσαν (Πουλολ. 380).

[αρχ. επίθ. δίχηλος - διχαλός. Η λ. (Ησύχ., LBG) και ο τ. ός και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
δίχαλος (II) ο.
  • Μεγάλο δικράνι:
    • εβάσταζες τον δίχαλον (Σπανός A 119).

[<ουσ. διχάλι + κατάλ. ος· βλ. Μηνάς 1978: 20]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες