Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διχαλωτός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διχαλωτός -ή -ό [δixalotós] Ε1 : 1. που καταλήγει σε διχάλα: ~ κλώνος. Διχαλωτό ραβδί. 2. που έχει το τελικό του τμήμα χωρισμένο σε δύο κλάδους, σε σχήμα κεφαλαίου ύψιλον (Y): Διχαλωτή γλώσσα / ουρά. Διχαλωτή γενιάδα.

[διχάλ(α) -ωτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go