Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- διφυής, επίθ.
-
- Διπλός:
- δένδρον … διφυές (Διγ. Gr. 1582).
[αρχ. επίθ. διφυής. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Διπλός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διφυής -ής -ές [δifiís] Ε10 : 1. που έχει διπλή φύση ή υπόσταση· δισυπόστατος: Ο Kένταυρος / ο Παν ήταν διφυές ον, είχε μορφή ανθρώπου και ζώου. 2. που αποτελείται από δύο όμοια μέρη: (ιατρ.) ~ μήτρα.
[λόγ. < αρχ. διφυής]



