Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διυλιστήριο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διυλιστήριο το [δiilistírio] Ο40 : βιομηχανικές εγκαταστάσεις όπου διυλίζονται υγρά, κυρίως το αργό πετρέλαιο. || ~ νερού, όπου γίνεται η διήθηση του πόσιμου νερού.

[λόγ. διυλισ- (διυλίζω) -τήριον (πρβ. σπάν. μσν. διυλιστήριον `φίλτρο΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες