Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διττός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διττός -ή -ό [δitós] Ε1 : (λόγ.) ΣYN διπλός. 1. για κτ. που είναι δύο φορές περισσότερο ή μεγαλύτερο από κτ. άλλο: Διττή ωφέλεια / ζημιά. Διττό κέρδος. 2. που έχει δύο μορφές: ~ σκοπός. Διττή προφορά. διττά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. διττός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go