Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διτάξιος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διτάξιος -α -ο [δitáksios] Ε6 : για σχολείο που έχει δύο τάξεις· (πρβ. διθέσιος): Διτάξιο δημοτικό.

[λόγ. δι- 1 + τάξ(ις) -ιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go