Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δισχιδής -ής -ές [δisxiδís] Ε10 : (επιστ.) που έχει το τελικό του τμήμα χωρισμένο στα δύο· διχαλωτός: H γλώσσα των φιδιών είναι ~. || (ιατρ.) ~ ράχη, ανωμαλία στη διάπλαση της σπονδυλικής στήλης.
[λόγ. < αρχ. δισχιδής]



