Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δισταυρία η [δistavría] Ο25 : η δυνατότητα που έχει ένας ψηφοφόρος να σημειώσει δύο σταυρούς προτίμησης σε έναν κατάλογο υποψηφίων.
[λόγ. δι- 1 + σταυρ(ός) -ία]



