Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διστακτικότητα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διστακτικότητα η [δistaktikótita] Ο28 : η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο διστακτικός: Έδειξε ~, έλλειψη αποφασιστικότητας. Παρατηρείται κάποια ~ στον τομέα των επενδύσεων, στους επενδυτές.

[λόγ. διστακτικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go