Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διπολισμός ο [δipolizmós] Ο17 : η ύπαρξη δύο κυρίαρχων, διαμετρικά αντίθετων όμως θέσεων: Ο δικομματισμός και ο ~ μπορεί να δημιουργήσουν αρνητικά φαινόμενα στη δημόσια ζωή.
[λόγ. δίπολ(ος) -ισμός]



