Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διπλότυπο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διπλότυπο το [δiplótipo] Ο42 : 1. βιβλιάριο αποδείξεων με δύο όμοια δελτία για κάθε αριθμό ή με δύο στήλες στο ίδιο δελτίο, από τα οποία το ένα παίρνει αυτός που πληρώνει και το άλλο μένει σ΄ αυτόν που εισπράττει. 2. καθένα από τα παραπάνω δελτία που κόβουν ως αποδείξη: ~ εισπράξεως / αποδείξεως.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. διπλότυπος σημδ. αγγλ.(;) duplicate]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διπλότυπος -η -ο [δiplótipos] Ε5 : 1. (γραμμ.) για λέξη που έχει διπλό γραμματικό τύπο, π.χ. «νέος» και «νιος». || Διπλότυπα σύνθετα, που έχουν τα ίδια συνθετικά, τα οποία όμως μπορούν να αλλάξουν μεταξύ τους θέση, π.χ. «καρδιοχτύπι» και «χτυποκάρδι». 2. που αποτελείται από δύο όμοια στοιχεία: Διπλότυπη απόδειξη, το διπλότυπο2.

[λόγ. διπλο- + τύπ(ος) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go