Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διπλόγραφο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διπλόγραφο το [δiplóγrafo] Ο40 : (λογιστ.) διπλό αντίγραφο.

[λόγ. διπλο(γραφία) -γραφον (δες -γραφος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες