Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διπλωματούχος -ος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διπλωματούχος -ος / -α -ο [δiplomatúxos] Ε14 : που έχει αποκτήσει τις επαγγελματικές γνώσεις του σε κάποιο αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα από όπου πήρε το αντίστοιχο δίπλωμα: ~ μηχανικός. ~ μαία. || (ως ουσ.) ο διπλωματούχος.

[λόγ. διπλωματ- (δίπλωμα) 2 + -ούχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες