Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διπλοψηφία η [δiplopsifía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διπλοψηφίζω: Aπαγορεύεται η ~. Διαπιστώθηκαν πολλές διπλοψηφίες.
[λόγ. διπλο- + ψήφ(ος) -ία]



