Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διπλοκατοικία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διπλοκατοικία η [δiplokatikía] Ο25 : οικοδομή με δύο κατοικίες: Mονώροφη / διώροφη ~.

[λόγ. διπλο- + κατοικία κατά το μονοκατοικία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες