Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διπλοθεσίτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διπλοθεσίτης ο [δiploθesítis] Ο10 θηλ. διπλοθεσίτισσα [δiploθesítisa] Ο27 : αυτός που κατέχει δύο θέσεις εργασίας, χαριστικά και εις βάρος των άλλων εργαζομένων ή των ανέργων.

[λόγ. διπλοθεσ(ία) -ίτης· διπλοθεσίτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες